πραΰγελως

πραΰγελως
πρᾱΰ-γελως, [dialect] Ion. [pref] πρηΰ- [pron. full] [ῠ], , ,
A softly-smiling, Licymn.4, AP9.229 (Marc.Arg.); Ζέφυρος ib.10.4 (Id.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πραύγελως — πρᾱΰγελω̆ς , πραύγελως softly smiling adverbial πρᾱΰγελω̆ς , πραύγελως softly smiling masc/fem nom pl πρᾱΰγελω̆ς , πραύγελως softly smiling masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραΰγελως — ιων. τ. πρηΰγελως, ὁ, ἡ, Α αυτός που γελά με πραότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς / πρηΰς, αθέματη μορφή τού επιθ. πρᾶος* + γέλως «γέλιο» (πρβλ. κλαυσί γελως)] …   Dictionary of Greek

  • πρηύγελως — πρηΰγελω̆ς , πραύγελως softly smiling adverbial (ionic) πρηΰγελω̆ς , πραύγελως softly smiling masc/fem nom pl (ionic) πρηΰγελω̆ς , πραύγελως softly smiling masc/fem nom/voc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέλως — ( ωτος), ο (AM γέλως) 1. το γέλιο για δήλωση χαράς, ειρωνείας ή σαρκασμού 2. ο ήχος που αναδίδεται από το γέλιο 3. αιτία, λόγος που προκαλεί γέλιο 4. κοιλότητα που σχηματίζεται στα μάγουλα κατά το γέλιο, κοινώς λακκάκι 5. φρ. α) «Σαρδόνιος γέλως» …   Dictionary of Greek

  • πρηΰγελως — ὁ, ἡ, Α ιων. τ. βλ. πραΰγελως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”